Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Πρόβατα μερινός με το εξαιρετικό μαλλί για την εριουργία.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μερινός < (λόγιο δάνειο) γαλλική mérinos < ισπανική merinos[1], πληθυντικός του merino (απ' όπου > μερίνο) < υστερολατινική maiōrīnus < λατινική maiōr συγκριτικός βαθμός του magnus.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ɾiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ρι‐νός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μερινός ουδέτερο άκλιτο

  1. (θηλαστικό ζώο) φυλή προβάτου
  2. (ύφασμα) το μαλλί αυτού του πρόβατου, για τη δημιουργία υφασμάτων, ρούχων

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία