μεθυσμενάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεθυσμενάκι | τα | μεθυσμενάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μεθυσμενάκι | τα | μεθυσμενάκια |
κλητική | μεθυσμενάκι | μεθυσμενάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεθυσμενάκι < μεθυσμέν(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.θi.zmeˈna.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐θυ‐σμε‐νά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεθυσμενάκι ουδέτερο
- (οικείο) μεθυσμένος σε κατάσταση ευφορίας
- ※ κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμενάκι στα καπηλειά (τραγούδι Τζαμάικα Στίχοι:Λευτέρης Παπαδόπουλος)
- ※ και τραγουδάν και ξεφαντώνουνε / μεθυσμενάκια, μες στις στράτες, (ποίημα Τα Σαββατόβραδα, Ναπολέων Λαπαθιώτης)
- ※ Τα δυό μεθυσμενάκια θέλουν να πάη το ταξί από την οδό Φιλελλήνων. (εφημερίδα Εβδομάς, 1929) [1]
- ※ απέναντί της ένα συμπαθητικό μεθυσμενάκι, Καλαμιωτάκι ερωτευμένο... (Αλέκος Λιδωρίκης, εφημερίδα Ακρόπολις, 1935) [2]
Πηγές επεξεργασία
- Σαραντάκος, Νίκος (26 Ιουνίου 2020), «Μεθυσμενάκι, μια ανακεφαλαίωση», Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία