μεθυσμένο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.θiˈzme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐θυ‐σμέ‐νο
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
μεθυσμένο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του μεθυσμένος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μεθυσμένος
- παράγωγα: μεθυσμενάκι (οικείο)