μεγαλόφρων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μεγαλόφρων & μεγαλόφρονας |
η | μεγαλόφρων | το | μεγαλόφρον |
γενική | του | μεγαλόφρονος & μεγαλόφρονα |
της | μεγαλόφρονος | του | μεγαλόφρονος |
αιτιατική | τον | μεγαλόφρονα | τη | μεγαλόφρονα | το | μεγαλόφρον |
κλητική | μεγαλόφρων & μεγαλόφρονα |
μεγαλόφρων | μεγαλόφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μεγαλόφρονες | οι | μεγαλόφρονες | τα | μεγαλόφρονα |
γενική | των | μεγαλοφρόνων | των | μεγαλοφρόνων | των | μεγαλοφρόνων |
αιτιατική | τους | μεγαλόφρονες | τις | μεγαλόφρονες | τα | μεγαλόφρονα |
κλητική | μεγαλόφρονες | μεγαλόφρονες | μεγαλόφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλόφρων < αρχαία ελληνική μεγαλόφρων < μέγας + φρήν
Επίθετο επεξεργασία
μεγαλόφρων, -ων, -ον
- που επιδεικνύει ανώτερη συμπεριφορά, που έχει υψηλό φρόνημα
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- μεγαλοφροσύνη
- μεγαλοφρονώ
- μεγαλοφρόνως
- → δείτε τις λέξεις μεγάλος και φρένο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλόφρων
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μεγαλόφρων
Πηγές επεξεργασία
- μεγαλόφρων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεγαλόφρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.