μεγαλοεργοδοτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλοεργοδοτικός < μεγαλοεργοδότης + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
μεγαλοεργοδοτικός
- που έχει σχέση με τη μεγαλοεργοδοσία ή τους μεγαλοεργοδότες ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις μεγαλοεργοδοσία, μεγάλος, έργο και δίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλοεργοδοτικός
|