Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεγαλοεργοδοσία οι μεγαλοεργοδοσίες
      γενική της μεγαλοεργοδοσίας των μεγαλοεργοδοσιών
    αιτιατική τη μεγαλοεργοδοσία τις μεγαλοεργοδοσίες
     κλητική μεγαλοεργοδοσία μεγαλοεργοδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεγαλοεργοδοσία < μεγαλο- + εργοδοσία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεγαλοεργοδοσία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία