μεγαλοαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλοαστικός < μεγαλοαστ(ός) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μεγαλοαστικός
- που αναφέρεται στους μεγαλοαστούς, που κατατάσσεται στα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλοαστικός