μαϊμουδιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαϊμουδιά | οι | μαϊμουδιές |
γενική | της | μαϊμουδιάς | των | μαϊμουδιών |
αιτιατική | τη | μαϊμουδιά | τις | μαϊμουδιές |
κλητική | μαϊμουδιά | μαϊμουδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαϊμουδιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαϊμουδιά θηλυκό
- η χρησιμοποίηση πλαστών στοιχείων για την επίτευξη ενός στόχου
- σε αυτόν το διαγωνισμό γίνανε πολλές μαϊμουδιές
- αντικείμενο που είναι απομίμηση, μαϊμού
- (οικείο) η ζημιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαϊμουδιά
|