μαστωδυνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαστωδυνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική mastodynia < αρχαία ελληνική μαστός + ὀδῠ́νη
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαστωδυνία θηλυκό
- (ιατρική) έντονος πόνος στο μαστό (συνήθως κατά την κύηση λόγω του παραγομένου γάλακτος, αλλά και από άλλα αίτια, ίσως παθολογικά)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαστωδυνία