Δείτε επίσης: μαστραπάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μασταμπάς οι μασταμπάδες
      γενική του μασταμπά των μασταμπάδων
    αιτιατική τον μασταμπά τους μασταμπάδες
     κλητική μασταμπά μασταμπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μασταμπάς < αγγλική mastaba < αραβική مصطبة (miṣṭaba, πρόσχωση) < αραμαϊκή מצטבתא‎ (maṣṭaḇṯā) < מצב (meṣb) < מצב (məṣab)‎ < נצב (nəṣab, φυτεύω, στήνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μασταμπάς αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία