μασταμπάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μασταμπάς < αγγλική mastaba < αραβική مصطبة (miṣṭaba, πρόσχωση) < αραμαϊκή מצטבתא (maṣṭaḇṯā) < מצב (meṣb) < מצב (məṣab) < נצב (nəṣab, φυτεύω, στήνω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μασταμπάς αρσενικό
- (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) πυραμιδοειδής ή βαθμιδωτός / κλιμακωτός τάφος της αρχαίας Αιγύπτου
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μασταμπάς στη Βικιπαίδεια