Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθμιδωτός η βαθμιδωτή το βαθμιδωτό
      γενική του βαθμιδωτού της βαθμιδωτής του βαθμιδωτού
    αιτιατική τον βαθμιδωτό τη βαθμιδωτή το βαθμιδωτό
     κλητική βαθμιδωτέ βαθμιδωτή βαθμιδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθμιδωτοί οι βαθμιδωτές τα βαθμιδωτά
      γενική των βαθμιδωτών των βαθμιδωτών των βαθμιδωτών
    αιτιατική τους βαθμιδωτούς τις βαθμιδωτές τα βαθμιδωτά
     κλητική βαθμιδωτοί βαθμιδωτές βαθμιδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθμιδωτός < βαθμίδα + -ωτός

  Επίθετο επεξεργασία

βαθμιδωτός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία