Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανικιουρίστα οι μανικιουρίστες
      γενική της μανικιουρίστας
    αιτιατική τη μανικιουρίστα τις μανικιουρίστες
     κλητική μανικιουρίστα μανικιουρίστες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανικιουρίστα < θηλυκό του μανικιουρίστα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μανικιουρίστα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μανικιουρίστα

  1. το αρσενικό γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του μανικιουρίστας
  2. το θηλυκό ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του μανικιουρίστα