Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
manucure
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
manucure
<
λατινική
manus
(
χέρι
) +
curare
(
φροντίζω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
manucure
manucures
manucure
(fr)
(
αρσενικό ή θηλυκό
) άτομο που ασχολείται με το
μανικιούρ
≠
αντώνυμα
:
pédicure
(
αρσενικό ή θηλυκό
) το
μανικιούρ
≠
αντώνυμα
:
pédicurie
Συγγενικά
επεξεργασία
manucurer