μακρύτερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μακρύτερος | η | μακρύτερη | το | μακρύτερο |
γενική | του | μακρύτερου | της | μακρύτερης | του | μακρύτερου |
αιτιατική | τον | μακρύτερο | τη | μακρύτερη | το | μακρύτερο |
κλητική | μακρύτερε | μακρύτερη | μακρύτερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μακρύτεροι | οι | μακρύτερες | τα | μακρύτερα |
γενική | των | μακρύτερων | των | μακρύτερων | των | μακρύτερων |
αιτιατική | τους | μακρύτερους | τις | μακρύτερες | τα | μακρύτερα |
κλητική | μακρύτεροι | μακρύτερες | μακρύτερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
.
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακρύτερος συγκριτικός βαθμός < του μακρύς
Επίθετο επεξεργασία
μακρύτερος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μακρότερος, πιο μακρός