Δείτε επίσης: μακροσκέλης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακροσκελής η μακροσκελής το μακροσκελές
      γενική του μακροσκελούς* της μακροσκελούς του μακροσκελούς
    αιτιατική τον μακροσκελή τη μακροσκελή το μακροσκελές
     κλητική μακροσκελή(ς) μακροσκελής μακροσκελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακροσκελείς οι μακροσκελείς τα μακροσκελή
      γενική των μακροσκελών των μακροσκελών των μακροσκελών
    αιτιατική τους μακροσκελείς τις μακροσκελείς τα μακροσκελή
     κλητική μακροσκελείς μακροσκελείς μακροσκελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακροσκελής < αρχαία ελληνική μακροσκελής

  Επίθετο επεξεργασία

μακροσκελής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακροσκελής < μακρός + σκέλος

  Επίθετο επεξεργασία

μακροσκελής, -ής, -ές