Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η μαιευτική
      γενική της μαιευτικής
    αιτιατική τη μαιευτική
     κλητική μαιευτική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαιευτική < θηλυκό του επιθέτου μαιευτικός (η μαιευτική τέχνη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαιευτική θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (ιατρική) ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την παρακολούθηση και παροχή ιατρικών υπηρεσιών σε εγκυμονούσες γυναίκες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του τοκετού
  2. (φιλοσοφία) η διαλεκτική μέθοδος που εξασκούσε ο Σωκράτης, ο οποίος με τις κατάλληλες ερωτήσεις οδηγούσε τον συνομιλητή του στην ανακάλυψη της αλήθειας

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μαιευτική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία