λιποτάκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιποτάκτης < ελληνιστική κοινή λιποτάκτης < αρχαία ελληνική λείπω + τάσσω
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιποτάκτης αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικός (στρατιώτης ή αξιωματικός) που εγκαταλείπει τη μονάδα του χωρίς να έχει πάρει άδεια
- (μεταφορικά) όποιος εγκαταλείπει την προσπάθεια για κάτι και όσους προσπαθούν μαζί του