λιπιδαιμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιπιδαιμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lipidaemic / lipidemic < αρχαία ελληνική λίπος + αἷμα
Επίθετο επεξεργασία
λιπιδαιμικός
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- λιπιδαιμικός έλεγχος: (ιατρική) έλεγχος (τσεκ απ) που περιλαμβάνει αιματολογικές εξετάσεις και έλεγχο για λιπίδια, λιποπρωτεΐνες κ.λπ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιπιδαιμικός