Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιγκατούρα οι λιγκατούρες
      γενική της λιγκατούρας των λιγκατουρών
    αιτιατική τη λιγκατούρα τις λιγκατούρες
     κλητική λιγκατούρα λιγκατούρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Λιγκατούρες ελληνικών γραμμάτων

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιγκατούρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιγκατούρα θηλυκό

  1. (γράμμα) σύμπλεγμα, συνένωση δύο ή περισσοτέρων γραμμάτων σε ένα (βλ. γλύφος), ώστε να μοιάζει με χειρόγραφο
    Δείτε επίσης: Σύμπλεγμα (τυπογραφία) και Ελληνικά τυπογραφικά συμπλέγματα στη Βικιπαίδεια  
  2. για τη μουσική → δείτε τη λέξη λεγκατούρα σημάδι που ενώνει δύο νότες

  Μεταφράσεις επεξεργασία