σύμπλεγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύμπλεγμα < ελληνιστική κοινή σύμπλεγμα < αρχαία ελληνική συμπλέκω < σύν + πλέκω
Ουσιαστικό επεξεργασία
σύμπλεγμα ουδέτερο
- ενιαίο σύνολο ετερόκλητων στοιχείων συνδεμένων μεταξύ τους
- (ψυχιατρική) τραυματικά βιώματα της παιδικής ηλικίας, που εδράζονται στο υποσυνείδητο και επηρεάζουν με αρνητικό τρόπο τη συμπεριφορά ενός ενήλικα
Συγγενικά επεξεργασία
- ασυμπλεγμάτιστος
- συμπλεγματικός
- → δείτε τη λέξη συμπλέκω