λεωφορειατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεωφορειατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτης, κάτοχος λεωφορείου
- (επάγγελμα) o κάτοχος άδειας οδήγησης λεωφορείων, ο οδηγός λεωφορείου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδιοκτήτης λεωφορείου
|
οδηγός λεωφορείου