Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεπτόπτιλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
λεπτόπτιλ
ος
οι
λεπτόπτιλ
οι
γενική
του
λεπτόπτιλ
ου
των
λεπτόπτιλ
ων
αιτιατική
τον
λεπτόπτιλ
ο
τους
λεπτόπτιλ
ους
κλητική
λεπτόπτιλ
ε
λεπτόπτιλ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
λεπτόπτιλος
Ετυμολογία
επεξεργασία
λεπτόπτιλος
<
λεπτός
+
-ο-
+
πτίλο
+
-ος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λεπτόπτιλος
αρσενικό
(
πτηνό
)
μαραμπού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεπτόπτιλος
αγγλικά
:
leptoptilos
(en)