Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πτίλο τα πτίλα
      γενική του πτίλου των πτίλων
    αιτιατική το πτίλο τα πτίλα
     κλητική πτίλο πτίλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτίλο < πτίλον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτίλο ουδέτερο

  • το πούπουλο, το μαλακό χνουδωτό φτερό των πτηνών φυόμενο κάτω από τα μεγάλα φτερά, δηλαδή το πούπουλο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία