Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτόκυρτος η λεπτόκυρτη το λεπτόκυρτο
      γενική του λεπτόκυρτου της λεπτόκυρτης του λεπτόκυρτου
    αιτιατική τον λεπτόκυρτο τη λεπτόκυρτη το λεπτόκυρτο
     κλητική λεπτόκυρτε λεπτόκυρτη λεπτόκυρτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτόκυρτοι οι λεπτόκυρτες τα λεπτόκυρτα
      γενική των λεπτόκυρτων των λεπτόκυρτων των λεπτόκυρτων
    αιτιατική τους λεπτόκυρτους τις λεπτόκυρτες τα λεπτόκυρτα
     κλητική λεπτόκυρτοι λεπτόκυρτες λεπτόκυρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεπτόκυρτος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική leptokurtic / leptokurtotic < αρχαία ελληνική λεπτός + κυρτός

  Επίθετο επεξεργασία

λεπτόκυρτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία