λεπτόκυρτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεπτόκυρτος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική leptokurtic / leptokurtotic < αρχαία ελληνική λεπτός + κυρτός
Επίθετο επεξεργασία
λεπτόκυρτος
- (στατιστική) που παρουσιάζει κύρτωση μεγαλύτερη από αυτή μιας κανονικής κατανομής
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεπτόκυρτος