Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαϊκούρα οι λαϊκούρες
      γενική της λαϊκούρας
    αιτιατική τη λαϊκούρα τις λαϊκούρες
     κλητική λαϊκούρα λαϊκούρες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαϊκούρα < λαϊκ(ός) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαϊκούρα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία