Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιτς < (λόγιο δάνειο) γερμανική Kitsch

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιτς ουδέτερο άκλιτο

  1. λέγεται για τη κακόγουστη χρήση τελείως ετερόκλητων στοιχείων
  2. άκρως εντυπωσιακός, φανταχτερός και χωρίς σεβασμό στην απλότητα

  Επίθετο επεξεργασία

κιτς άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία