Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λατάκι τα λατάκια
      γενική του λατακιού των λατακιών
    αιτιατική το λατάκι τα λατάκια
     κλητική λατάκι λατάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. λατάκι < (αρχαία) ελάτη (η), μικρό ελατάκι - 'λατάκι (τα λατάκια ξυλότυπων είναι σχεδόν πάντα από ξύλο ελάτης)
  2. λατάκι < γαλλική latte (σανίδα) < παλαιά γαλλικά latte < φραγκικά *latta < πρωτογερμανική *lattō(n) / *laþþō(n) / *laþēn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα (s)lat- (δοκάρι, κούτσουρο)
  3. λατάκι < ιταλική latta (τενεκεδάκι, κονσέρβα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λατάκι ουδέτερο

  1. (τεχνικός όρος) ξύλινο τετράγωνο κομμάτι που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα (συνήθως για αντιστήριξη του ξυλότυπου συνήθως από ξύλο Ελάτης λόγω των ιδιοτήτων της
  2. (ιδιωματικό) τενεκεδάκι

  Μεταφράσεις επεξεργασία