Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
latte lattes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

latte (fr) θηλυκό



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

latte < λατινική lac / lactis

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

latte (it) αρσενικό

  1. γάλα
  2. (κατ’ επέκταση) ρόφημα ή επιδόρπιο που περιέχει γάλα ή είναι παρασκευασμένο με βάση αυτό

Συγγενικά επεξεργασία