latte
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
latte | lattes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
latte (fr) θηλυκό
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
latte (it) αρσενικό
- γάλα
- (κατ’ επέκταση) ρόφημα ή επιδόρπιο που περιέχει γάλα ή είναι παρασκευασμένο με βάση αυτό