τενεκεδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τενεκεδάκι | τα | τενεκεδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τενεκεδάκι | τα | τενεκεδάκια |
κλητική | τενεκεδάκι | τενεκεδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.ne.ceˈða.ci/
Ουσιαστικό επεξεργασία
τενεκεδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του τενεκές