κότσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κότσος | οι | κότσοι |
γενική | του | κότσου | των | κότσων |
αιτιατική | τον | κότσο | τους | κότσους |
κλητική | κότσε | κότσοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κότσος < πιθανόν από αμάρτυρο τύπο *κοττ- της ελληνιστικής κοινής. Δείτε τα αρχαία προκόττα (τσουλούφι), κοττός (κόκορας). Η τροπή [t] > [ts] πιθανόν από επίδραση της λέξης κοτσίδα[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈko.t͡sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐τσος
- ομόηχο: Κώτσος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κότσος αρσενικό
- (κομμωτική) χτένισμα των μαλλιών που μαζεύονται στο πίσω μέρος του κεφαλιού και συστρέφονται σε διάφορα σχήματα
- πιάνει κότσο τα μαλλιά της, όποτε δουλεύει, για να μην την ενοχλούν
Εκφράσεις επεξεργασία
- πιάνω (κάποιον) κότσο: τον εξαπατώ
Παροιμίες επεξεργασία
- πιάσε κότσο τα μαλλιά σου, να φανεί η αρχοντιά σου
Υπώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κότσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας