Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χτένισμα τα χτενίσματα
      γενική του χτενίσματος των χτενισμάτων
    αιτιατική το χτένισμα τα χτενίσματα
     κλητική χτένισμα χτενίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χτένισμα < χτενίζω
 
Η διαδικασία του χτενίσματος μαλλιών.
 
Τρία διαφορετικά χτενίσματα από την πίσω πλευρά.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χτένισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του χτενίζω
  2. η μορφή που παίρνουν τα μαλλιά όταν χτενιστούν με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο, η κόμμωση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία