Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόμικς < αγγλική comics, πληθυντικός αριθμός του comic < λατινικά comicus < αρχαία ελληνικά κωμικός < κῶμος (αντιδάνειο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόμικς ουδέτερο άκλιτο

  1. μορφή τέχνης με σκίτσα και (συχνά) σύντομο κείμενο με αστείο, περιπετειώδη ή άλλο προσανατολισμό
  2. περιοδικό που περιέχει το (1)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία