Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυματίδιο τα κυματίδια
      γενική του κυματίδιου
κυματιδίου
των κυματίδιων
κυματιδίων
    αιτιατική το κυματίδιο τα κυματίδια
     κλητική κυματίδιο κυματίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυματίδιο < (κύμα) κυματ- + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο κατά τα υποκοριστικά της καθαρεύουσας σε -ίδιον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυματίδιο ουδέτερο

  1. (λόγιο) μικρό κύμα
  2. (μαθηματικά) μία γρήγορα μειούμενη ταλάντωση που χρησιμοποιείται συχνά στην ψηφιακή επεξεργασία σήματος
    Ένα κυματίδιο περιέχει πληροφορία και στο πεδίο του χρόνου και στο πεδίο της συχνότητας (Ανάλυση Φουριέ (Fourier))

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κύμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία