Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυκεών οἱ κυκεῶνες
      γενική τοῦ κυκεῶνος τῶν κυκεώνων
      δοτική τῷ κυκεῶν τοῖς κυκεῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κυκεῶν τοὺς κυκεῶνᾰς
     κλητική ! κυκεών κυκεῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυκεῶνε
γεν-δοτ τοῖν  κυκεώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυκεών < θέμα που συναντάμε και στο κυκάω (αναμειγνύω, ανακατώνω) και το κυρκανάω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κῠκεών, -ῶνος αρσενικό

  1. (γαστρονομία) ζωμός, μίγμα μαύρου κρασιού, κατσικίσιου τυριού, κριθαράλευρου και μελιού
  2. (ελληνιστική σημασία) ανάμιξη, ανακάτωμα (και στην καθαρεύουσα)

  Πηγές επεξεργασία