κτητορικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κτητορικός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κτητορικός [1] < κτήτωρ + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kti.to.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτη‐το‐ρι‐κός
- ομόηχο: κτιτορικός
Επίθετο επεξεργασία
κτητορικός (λόγιο)
Εκφράσεις επεξεργασία
- κτητορικό δίκαιο (ρυθμίζει τα δικαιώματα κτήτορα ναού ή μονής)
- κτητοrική μονή (που χτίστηκε από ιδιώτη)
- → δείτε και τη λέξη κτιτορικός (ειδικότερα για το χτίσιμο)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κτητορικός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κτητορικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .