Δείτε επίσης: κτίτορας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κτήτορας οι κτήτορες
      γενική του κτήτορα των κτητόρων
    αιτιατική τον κτήτορα τους κτήτορες
     κλητική κτήτορα κτήτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτήτορας < αρχαία ελληνική κτήτωρ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkti.to.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κτή‐το‐ρας
ομόηχο: κτίτορας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κτήτορας αρσενικό ή θηλυκό

  1. κάτοχος, κύριος, ιδιοκτήτης
  2. ο ιδιώτης ιδρυτής ναού, μονής ή (ιερού) ιδρύματος
    → δείτε και τη λέξη κτίτορας (που έχτισε, ίδρυσε το ναό)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία