κτηματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κτηματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κτηματικός < αρχαία ελληνική κτῆμα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kti.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτη‐μα‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
κτηματικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κτήμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κτηματικός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κτηματικός (ελληνιστική κοινή)< αρχαία ελληνική κτῆμα, κτηματ- + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
κτηματικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) όπως κτηματικός
Πηγές επεξεργασία
- κτηματικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.