Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κροταλίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κροταλίζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾo.taˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρο‐τα‐λί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

κροταλίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία