κριτικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κριτικισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική criticisme < γερμανική Kritizismus < αρχαία ελληνική κριτικός < κριτής < κρίνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kri.ti.ciˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρι‐τι‐κι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κριτικισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που αμφισβητεί τη μεταφυσική γνώση και βασίζεται στην κριτική σκέψη και προσέγγιση της γνώσης
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Critical philosophy στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κριτικισμός