Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δογματισμός οι δογματισμοί
      γενική του δογματισμού των δογματισμών
    αιτιατική τον δογματισμό τους δογματισμούς
     κλητική δογματισμέ δογματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δογματισμός < γαλλική dogmatisme < dogmatiser < dogme < λατινική dogma < αρχαία ελληνική δόγμα < δοκέω (αντιδάνειο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðo.ɣma.tiˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δογματισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία