κράμβη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κράμβη | οι | κράμβες |
γενική | της | κράμβης | των | κραμβών |
αιτιατική | την | κράμβη | τις | κράμβες |
κλητική | κράμβη | κράμβες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κράμβη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κράμβη (αγριολάχανο) < σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική crambe για τη νέα σημασία < αρχαία ελληνική κράμβη[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkɾaɱ.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κράμ‐βη
Ουσιαστικό επεξεργασία
κράμβη θηλυκό
- (φυτό) ποώδες φυτό, λαχανικό της οικογένειας των Σταυρανθών, (επιστημονική ονομασία: Κράμβη η λαχανώδης)
- (λαχανικό) το λάχανο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κράμβη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κράμβη < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
κράμβη θηλυκό
- (λαχανικό) το αγριολάχανο, είδη λάχανου
- ἀγρία, ἥμερος κράμβη
Εκφράσεις επεξεργασία
διακωμώδηση όρκων:
Πηγές επεξεργασία
- κράμβη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κράμβη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.