Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λάχανο τα λάχανα
      γενική του λάχανου των λάχανων
    αιτιατική το λάχανο τα λάχανα
     κλητική λάχανο λάχανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάχανο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λάχανο < αρχαία ελληνική λάχανον[1] < λαχαίνω (σκάβω)
(Δεν υπάρχει ετυμολογική σχέση με το ρήμα λαχανιάζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈla.xa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λά‐χα‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Ένα λάχανο

λάχανο ουδέτερο

  1. (φυτό, λαχανικό) είδος λαχανικού με σφαιρικό σχήμα και πλατιά φύλλα
    → δείτε τις λέξεις κράμβη, κραμπί και μάπα
  2. (αργκό, παρωχημένο) κλοπιμαίο, ιδιαίτερα το πορτοφόλι (στη γλώσσα των κακοποιών)
    ※  Εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπούμε τις παντόφλες, / για να μας βλέπουν τακτικά της φυλακής οι πόρτες (από το τραγούδι του Βαγγέλη Παπάζογλου "Κάτω στα λεμονάδικα")
  3. (επτανησιακό ιδίωμα) το χορταρικό[2]

Εκφράσεις επεξεργασία

  • σιγά τα λάχανα ή σπουδαία τα λάχανα: λέγεται ειρωνικά για κάτι που του έχει δοθεί δυσανάλογη σημασία σε σχέση με την πραγματική του αξία.
  • τρώω κάποιον λάχανο: σκοτώνω κάποιον άδικα

Παροιμίες επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

-λάχανο

λαχανο-, λαχανό-, λαχαν- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λαχανο- στο Βικιλεξικό όπως

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λάχανο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 16.