Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουνιάδος οι κουνιάδοι
      γενική του κουνιάδου των κουνιάδων
    αιτιατική τον κουνιάδο τους κουνιάδους
     κλητική κουνιάδε κουνιάδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουνιάδος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουνιάδος < βενετική cognado + < ιταλική cognato < λατινική cognatus < con- + natus < πρωτοϊταλική *gnātus < *gnātos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵn̥h₁tós < *ǵenh₁- (γίγνομαι, γεννώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουνιάδος αρσενικό (θηλυκό κουνιάδα)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία