Δείτε επίσης: ἀδερφός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αδερφός οι αδερφοί
      γενική του αδερφού των αδερφών
    αιτιατική τον αδερφό τους αδερφούς
     κλητική αδερφέ αδερφοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδερφός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀδερφός < αρχαία ελληνική ἀδελφός με τροπή [l] > [ɾ] πριν από σύμφωνο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ðeɾˈfos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δερ‐φός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδερφός αρσενικό (θηλυκό αδερφή)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη αδελφός για θέματα αδερφ- και αδελφ-

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδερφός η αδερφή το αδερφό
      γενική του αδερφού της αδερφής του αδερφού
    αιτιατική τον αδερφό την αδερφή το αδερφό
     κλητική αδερφέ αδερφή αδερφό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδερφοί οι αδερφές τα αδερφά
      γενική των αδερφών των αδερφών των αδερφών
    αιτιατική τους αδερφούς τις αδερφές τα αδερφά
     κλητική αδερφοί αδερφές αδερφά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αδερφός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία