κουμπότρυπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουμπότρυπα θηλυκό
- σχισμή μέσα στην οποία περνάει ένα κουμπί για να συνδεθούν δύο μέρη ενός ρούχου
- ↪Έβαλε ένα γαρύφαλλο στην κουμπότρυπα του σακακιού.
- παρωχημένο, αργκό των κακοποιών) μαχαιριά [1]
- ↪Του άνοιξε δυο κουμπότρυπες. (= του έριξε δυο μαχαιριές)
Συνώνυμα επεξεργασία
- κομβιοδόχη (αρχαιοπρεπές, παρωχημένο)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουμπότρυπα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Ο Πετρόπουλος εικάζει προέλευση αυτής της χρήσης από τη γαλλική αργκό. Βλ. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 30· πρβ. γαλλική γλώσσα boutonnière, τη σημασία της χειρουργικής τομής.