Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορώνη οι κορώνες
      γενική της κορώνης των κορωνών
    αιτιατική την κορώνη τις κορώνες
     κλητική κορώνη κορώνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορώνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κορώνη
  • για τον ναυτικό όρο: η ονομασία προέρχεται από τα περίτεχνα ψηλόπρυμα ιστιοφόρα του 16ου -17ου αιώνα, όπου στο σημείο αυτό έφεραν στέμματα ή θυρεούς, σημαίες, λάβαρα και μεταλλικούς φανούς)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορώνη θηλυκό

  1. (πτηνό, λόγιο) κουρούνα
  2. (ναυτικός όρος, λόγιο) το ακραίο σημείο της πρύμης πλοίου ή σκάφους (επί του καταστρώματος ή επιστέγου)
    φανός κορώνης
     συνώνυμα: καλκάνι

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κορώνη αἱ κορῶναι
      γενική τῆς κορώνης τῶν κορωνῶν
      δοτική τῇ κορών ταῖς κορώναις
    αιτιατική τὴν κορώνην τὰς κορώνᾱς
     κλητική ! κορώνη κορῶναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κορών
γεν-δοτ τοῖν  κορώναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορώνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορώνη θηλυκό

  1. (πτηνό) κουρούνα
  2. (πτηνό) θαλάσσια καρακάξα
  3. άσμα μετά τον υμέναιο
  4. κορώνισμα

  Πηγές επεξεργασία