υμέναιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υμέναιος | οι | υμέναιοι |
γενική | του | υμέναιου & υμεναίου |
των | υμέναιων & υμεναίων |
αιτιατική | τον | υμέναιο | τους | υμέναιους & υμεναίους |
κλητική | υμέναιε | υμέναιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υμέναιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑμέναιος < ὑμήν
Ουσιαστικό επεξεργασία
υμέναιος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- ανυμέναιος
- → και δείτε τη λέξη υμένας