Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουρούνα οι κουρούνες
      γενική της κουρούνας των κουρουνών
    αιτιατική την κουρούνα τις κουρούνες
     κλητική κουρούνα κουρούνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρούνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουρούνα θηλυκό

  • (πτηνό) ξηροβατικό πουλί, ενδημικό στη βόρεια, ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή της οικογένειας των κορακοειδών (επιστημονικό όνομα corvus cornix)

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία