Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κορτιζόνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κορτιζόν
η
οι
κορτιζόν
ες
γενική
της
κορτιζόν
ης
των
κορτιζον
ών
αιτιατική
την
κορτιζόν
η
τις
κορτιζόν
ες
κλητική
κορτιζόν
η
κορτιζόν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κορτιζόνη
< ελληνική απόδοση της λέξης
cortisone
<
cortex
(
φλοιός
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κορτιζόνη
θηλυκό
η συνθετική μορφή της φυσικής ορμόνης
κορτιζόλης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κορτιζόνη
αγγλικά
:
cortisone
(en)
γαλλικά
:
cortisone
(fr)