Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορτιζόνη οι κορτιζόνες
      γενική της κορτιζόνης των κορτιζονών
    αιτιατική την κορτιζόνη τις κορτιζόνες
     κλητική κορτιζόνη κορτιζόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορτιζόνη < ελληνική απόδοση της λέξης cortisone < cortex (φλοιός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορτιζόνη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία