κορτιζόλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κορτιζόλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: cortisol < cortisone + -ol < corticosterone < cortico- (< λατινική cortex) + sterol (< cholesterol < γαλλική cholestérol < cholesterine < αρχαία ελληνική χολή + στερεός / στερρός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κορτιζόλη θηλυκό
- (βιοχημεία) ορμόνη που συντίθεται στη φλοιώδη μοίρα των επινεφριδίων και συμβάλλει στη ρύθμιση της γλυκόζης κ.ά.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κορτιζόλη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κορτιζόλη
|